ψυχαγωγούμαι

ψυχαγωγούμαι
ψυχαγωγούμαι, ψυχαγωγήθηκα, ψυχαγωγημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχαγωγοῦμαι — ψῡχαγωγοῦμαι , ψυχαγωγέω lead departed souls to the nether world pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • διασκεδάζω — (AM διασκεδάννυμι Μ και διασκεδάζω) διασκορπίζω, αποδιώχνω νεοελλ. 1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση 2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση αρχ. 1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε») 2. εξαφανίζω 3. ( ομαι) (για φήμη) διαδίδομαι …   Dictionary of Greek

  • εψιώμαι — ἑψιῶμαι, άομαι (ΑΜ) 1. παίζω με ψηφίδες, με πετραδάκια ή αστραγάλους 2. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σχηματίστηκε με το επίθημα ιάω, το οποίο εμφανίζουν πολλά ρήματα δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. εμετ ιώ, ιλιγγ… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • διασκεδάζω — διασκέδασα, διασκεδάστηκα, διασκεδασμένος 1. διαλύω και διασκορπίζω δυσάρεστα συναισθήματα: Διασκέδασα τις ανησυχίες μου. 2. ψυχαγωγώ, κάνω κάποιον να περνάει ευχάριστα: Πάντα μας διασκεδάζει η παρέα σου. 3. περνώ ευχάριστα, ψυχαγωγούμαι: Δεν έχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεδίνω — ξέδωσα, ξεδομένος, λησμονώ τη λύπη, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι: Κάνε ένα ταξίδι να ξεδώσεις λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”